- αθεσία
- ἀθεσία, η (Α) [ἄθετος]απιστία, παρασπονδία, αστάθεια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀθεσία — ἀθεσίᾱ , ἀθεσία faithlessness fem nom/voc/acc dual ἀθεσίᾱ , ἀθεσία faithlessness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθεσίᾳ — ἀθεσίᾱͅ , ἀθεσία faithlessness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθεσίας — ἀθεσίᾱς , ἀθεσία faithlessness fem acc pl ἀθεσίᾱς , ἀθεσία faithlessness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθεσίαν — ἀθεσίᾱν , ἀθεσία faithlessness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθεσιῶν — ἀθεσία faithlessness fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άθετος — η, ο (Α ἄθετος, ον) νεοελλ. ατοποθέτητος αρχ. 1. ο δίχως θέση ή τόπο 2. αυτός που έχει τεθεί κατά μέρος, ακατάλληλος, άχρηστος 3. επίρρ. ἀθέτως παράνομα, δεσποτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θετός < τίθημι. ΠΑΡ. αθετώ, αθεσία] … Dictionary of Greek
ԱՆՀՆԱԶԱՆԴՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0186 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 7c, 13c գ. παρακοή, ἁθεσία, ἁπειθεία inobedientia, praevaricatio, contumacia Չհնազանդելն. չանսալն. անլսողութիւն. անհաւանութիւն. պատուիրանազանցութիւն. ստունգանումն. հեստութիւն. ...… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)